Η μελέτη της Joanna Moncrieff που αμφισβητεί τα αντικαταθλιπτικά
Μεγάλος ντόρος που δεν περιορίστηκε στην ψυχιατρική κοινότητα, αλλά έλαβε υψηλή δημοσιότητα στις γενικότερες ιατρικές ειδήσεις παγκοσμίως, προκλήθη από πρόσφατη μελέτη της Joanna Moncrieff et al για την αξιοπιστία της θεωρίας της περίφημης χημικής ανισορροπίας του εγκεφάλου ως αίτιο της κατάθλιψης.
Πιο συγκεκριμένα, η συγγραφική ομάδα, με διαχρονική δραστηριότητα αμφισβήτησης των αντικαταθλιπτικών, δημοσίευσε μια ανασκόπηση των ερευνών που συσχετίζουν σεροτονίνη και κατάθλιψη και κατέληξε στο ότι δεν υπάρχει επαρκής τεκμηρίωση για τη θεωρία της σεροτονίνης στην κατάθλιψη.
Οι ερευνητές έψαξαν επιμέρους στοιχεία που αφορούν τη σεροτονίνη όπως
- Τα επίπεδα της καθώς και του μεταβολίτη της 5-HIAA στο αίμα ή στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό
- Τους υποδοχείς της
- Τον μεταφορέα της σεροτονίνης (SERT), το γονίδιό του και αν υπάρχει αλληλεπίδραση με το στρες
- Την τρυπτοφάνη ως πρόδρομο μόριο
Τα ευρήματα που προκύπτουν είναι ότι μάλλον δεν υπάρχει μειωμένη συγκέντρωση ή δραστηριότητα της σεροτονίνης στην κατάθλιψη. Αυτό βέβαια δεν είναι ακριβώς κάτι καινούριο. Τα ευρήματα όμως αυτά δεν μπορούν να αποκλείσουν τη συμμετοχή της σεροτονίνης σε κάποιο στάδιο της παθοφυσιολογίας της κατάθλιψης.
Τρόπος δράσης αντικαταθλιπτικών
Ο κύριος τρόπος δράσης των αντικαταθλιπτικών είναι η αύξηση της συγκέντρωσης στη συναπτική σχισμή ορισμένων νευροδιαβιβαστών, δηλαδή ουσιών του εγκεφάλου υπεύθυνων για την νευρωνική επικοινωνία. Οι βασικοί νευροδιαβιβαστές-στόχοι των αντικαταθλιπτικών είναι οι λεγόμενες βιογενείς αμίνες που είναι η σεροτονίνη, η ντοπαμίνη, η νοραδρεναλίνη.
Για εκτενείς πληροφορίες μπορείτε να ανατρέξετε στο ειδικό άρθρο για τα αντικαταθλιπτικά και για σεροτονίνη, νοραδρεναλίνη, ντοπαμίνη.
Τα αντικαταθλιπτικά είναι αποτελεσματικά σε σημαντικό ποσοστό ασθενών όχι μόνο με κατάθλιψη αλλά μιας πλειάδας ψυχικών διαταραχών όπως π.χ.
Το ότι υπάρχει αυτή η ευρύτητα στην αποτελεσματικότητα δεν μπορεί παρά να αποτελεί πολύ σημαντικό γεγονός, ασχέτως αν δεν μπορούμε ακόμη να εξηγήσουμε το γιατί.
Μπορεί να μη γνωρίζουμε επαρκώς τους νευροβιολογικούς μηχανισμούς, όμως γνωρίζουμε ότι τα φάρμακα αποδίδουν σε ποσοστά περίπου (ανάλογα τη μελέτη) < 50% – 67% για τις κυρίαρχες ψυχικές διαταραχές σήμερα που είναι η κατάθλιψη και το άγχος. Αυτό είναι τεράστιο από μια οπτική, ανεπαρκές από μια άλλη.
Γνωρίζουμε λοιπόν ότι τα αντικαταθλιπτικά έχουν αποτελεσματικότητα χωρίς αμφιβολία. Όμως γνωρίζουμε επίσης ότι τα υπάρχοντα φάρμακα δε λειτουργούν σε όλους και ούτε δουλεύουν το ίδιο για πάντα. Όμως λειτουργούν σε πολλούς και μάλιστα αποτελούν σωτήρια θεραπεία για πολλούς. Υπάρχουν άνθρωποι που χρήζουν δια βίου φαρμακευτικής θεραπείας, υπάρχουν και άλλοι που δε βοηθιούνται καθόλου από φάρμακα.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η ευεργετική επίδραση των αντικαταθλιπτικών σε ένα σεβαστό ποσοστό ασθενών δεν υποδηλώνει και ότι υπάρχει σχέση αιτιολογική της δράσης αυτής με την παθολογία της κάθε διαταραχής . Αυτό δεν είναι παράξενο και το συναντάμε σε φάρμακα όλου του φάσματος της ιατρικής. Για παράδειγμα οι αναστολείς ασβεστίου χρησιμοποιούνται θεραπευτικά στην υπέρταση, η οποία όμως δεν οφείλεται σε διαταραχή του μεταβολισμού του ασβεστίου.
Έτσι λοιπόν γνωρίζουμε αφενώς ότι τα αντικαταθλιπτικά μειώνουν την επαναπρόσληψη των αμινών, δε γνωρίζουμε όμως σε ικανοποιητικό βαθμό πως αυτές οι δράσεις επιφέρουν ύφεση της κατάθλιψης, του άγχους και άλλων διαταραχών. Γνωρίζουμε όμως ότι το θεραπευτικό αποτέλεσμα υπάρχει ( αν και όχι σε όλους).Επιπλέον θα πρέπει να αναφέρουμε ότι το φαινόμενο να χρησιμοποιούμε φάρμακα που επιφέρουν κάποιο θεραπευτικό αποτέλεσμα χωρίς όμως να ξέρουμε εξαρχής τον ακριβή μηχανισμό δράσης τους δεν είναι καθόλου ασυνήθιστο στην ιατρική. Δύο πασίγνωστα φάρμακα που χρησιμοποιήθηκαν για δεκαετίες πριν καταλάβουμε τους μηχανισμούς δράσης τους είναι για παράδειγμα η ασπιρίνη και η πενικιλίνη. Η γνώση ότι λειτουργούν έδωσε την ώθηση στην επιστήμη να μάθει το πως λειτουργούν.
Τι ισχύει και τι δεν ισχύει
Η μελέτη ενώ έχει ενδιαφέρον χωρίς βέβαια να μας γνωστοποιεί νέα δεδομένα, έχει ένα τόνο προκατάληψης. Το θέμα είναι αν αμφισβητείται η βιολογική βάση της κατάθλιψης.
Τα δεδομένα λένε ότι η κατάθλιψη είναι μια ιδιαίτερα ετερογενής διαταραχή, δηλαδή εκδηλώνεται με πολλά διαφορετικά συμπτώματα και συνδυασμό αυτών. Θα πρέπει να πούμε ότι είτε μιλάμε για κλινική κατάθλιψη, είτε μιλάμε για αντιδραστική κατάθλιψη λόγω στρεσσογόνων γεγονότων, είτε για οποιοδήποτε άλλη εικόνα κατάθλιψης, αυτή έχει οπωσδήποτε μια νευροβιολογική αποτύπωση.
Το ίδιο ισχύει και για όλες τις ψυχικές διαταραχές.
Το στρες ή το τραύμα αλλάζει τη λειτουργία του εγκεφάλου και αυτό εκδηλώνεται με συμπτώματα άμεσα ή μακροπρόθεσμα.
Ναι δεν ξέρουμε πολλά ακόμη για την επακριβή αυτή νευροβιολογική αποτύπωση. Η επιστημονική έρευνα παράγει θεωρίες, οι οποίες ασχέτως αν στην πορεία καταρριφθούν ή όχι, μας δίνουν λιγότερες ή περισσότερες γνώσεις και έτσι η επιστήμη προχωράει παρακάτω.
Ένα χρήσιμο ερώτημα που η συγκεκριμένη μελέτη καλώς επισημαίνει είναι το αν επηρεάζεται η στάση των ασθενών για τη θεραπεία τους από την ιδέα ότι έχουν μια βιοχημική (ή κληρονομική θα το επέκτεινα εγώ) διαταραχή. Πράγματι η αντίληψη μιας καθαρά βιολογικής διαταραχής που την έχουν “παντρευτεί” μπορεί να δημιουργεί απαισιόδοξη στάση σε ορισμένους με την έννοια της δια βίου ανάγκης λήψης φαρμάκων.
Δυστυχώς αυτή είναι η πραγματικότητα για ορισμένους.
Να μην ξεχνάμε και το διόλου ασήμαντο ποσοστό εκείνων που πάσχουν από ανθεκτική κατάθλιψη και τα φάρμακα δεν τους βοηθούν. Κάποιοι εξ’ αυτών βοηθιούνται από άλλες μεθόδους (ψυχοθεραπευτικές, αλλά και βιολογικές όπως το rTMS & το ECT), κάποιοι ούτε από αυτές. Το γιατί συμβαίνει αυτό δεν το γνωρίζουμε πλήρως, κάνουμε βέβαια διάφορες υποθέσεις.
Γνωρίζουμε ότι τα αντικαταθλιπτικά δεν είναι φάρμακα χωρίς παρενέργειες και επίσης γνωρίζουμε ότι η μακροπρόθεσμη αποτελεσματικότητά τους μόνο εγγυημένη δεν είναι (κάτι που επίσης σχολιάζεται στην υπό συζήτηση ανασκόπηση).
Τα παραπάνω όμως και πάλι δε σημαίνουν ότι τα φάρμακα δε λειτουργούν. Σημαίνουν όμως ότι άλλοι τρόποι θεραπείας ανάλογα με την περίπτωση δεν πρέπει να αποκλείονται. Και σημαίνουν επίσης ότι δεν υπάρχει θέσφατο με τη διαχείριση των φαρμάκων.
Μπορεί να υπάρχουν λόγοι μη επιστημονικοί που δημοσιεύονται μελέτες είτε αναφανδόν υπέρ είτε αναφανδόν κατά των φαρμάκων; Ναι υπάρχουν. Ξεκινώντας από τις προσωπικές απόψεις του κάθε επιστήμονα και καταλήγοντας σε κίνητρα εκτός επιστήμης.
Πάντως κάποιες μελέτες μπορεί να έχουν σοβαρές επιπτώσεις είτε με την καλή είτε με την κακή έννοια. Π.χ. να αναβαθμιστούν οι γνώσεις/αντιλήψεις του κόσμου για ιατρικά θέματα, από την άλλη όμως πλευρά να υπάρξουν διαστρεβλωμένες ερμηνείες (θεωρίες συνωμοσίας) με αποτέλσμα κάποιοι συνάνθρωποί μας να κόψουν τη θεραπευτική τους αγωγή με ιδιαιτέρως αρνητικές συνέπειες. Τέτοια φαινόμενα τα είδαμε πολύ έντονα κατά τη διάρκεια της πανδημίας του κορωνοϊού.
Ισχύει ότι τα αίτια της κατάθλιψης είναι μόνο βιολογικά ή από την άλλη πλευρά μόνο περιβαλλοντικά/κοινωνικά; Εγγυημένη απάντηση δεν υπάρχει μέχρι στιγμής. Όμως η κοινωνική πυροδότηση/προέλευση διαταραχών δεν μπορεί να αμφισβητηθεί.
Υπάρχει λόγος να θεωρούμε ότι μόνο ένα αίτιο υπάρχει; Και πάλι δεν υπάρχει σίγουρη απάντηση, καθώς ενώ κάτι τέτοιο δεν μπορεί να αποκλειστεί ως ενδεχόμενο, η φύση των υπό μελέτη φαινομένων είναι πολύ συχνά πολυπαραγοντική.
Επομένως χρειάζεται ανοιχτό μυαλό ώστε να αποφεύγεται η παγίδα του confirmation bias στην επιστήμη, δηλαδή της τάσης/προκατάληψης του να ερμηνεύει κανείς τις πληροφορίες με βάση τις προσχηματισμένες του απόψεις.
Σπύρος Καλημέρης Ψυχίατρος Ψυχοθεραπευτής