Διαπροσωπική επαφή σήμερα
«Δεν πήρα τηλέφωνο, φοβήθηκα μην ενοχλήσω». «Δε μιλάμε και πολύ πλέον, ο καθένας έχει τις δουλειές και τις οικογένειές του». «Τον παίρνω τηλέφωνο και είναι τρελαμένος, άστα, δεν μπορούμε να μιλήσουμε».
Η αίσθηση μου είναι ότι πρόκειται για ατάκες με σημαντική «αύξηση κυκλοφορίας» τα τελευταία χρόνια. Δεν είμαι βέβαιος 100%, υπάρχει η περίπτωση το ότι τις ακούω συχνότερα να υποδηλώνει ότι τις παρατηρώ συχνότερα σε σχέση με το παρελθόν, ξέρω όμως ότι είναι φράσεις που με ενοχλούν.
Μια αρχική ερμηνεία που δίνω είναι ότι υπάρχει ένα άβατον ιδιωτικής ζωής, του οποίου τα όρια αντιμετωπίζονται ως τόσο εύθραυστα, που καθιστά την επικοινωνία και τη διαπροσωπική επαφή δυνητικά απειλητική ως αξία. «Μη μ’ ενοχλείς είμαι στον κόσμο μου ή στην απατηλή στενά οικογενειακή μου ιδανικότητα». «Δουλεύω από το πρωί ως το βράδυ, δεν έχω χρόνο». Υπάρχει κόσμος που θέλει να βγει έξω και να συναναστραφεί, αλλά αυτό καθίσταται δύσκολο, καθώς όλες οι συναναστροφές του είτε έχουν χαθεί είτε δεν έχουν χρόνο.
Σήμερα ο άνθρωπος «πρέπει» να είναι αγχωμένος. Αλλιώς δε γίνεται, έτσι είναι το αναμενόμενο. «Πρέπει» να τρέχει ολημερίς. «Πρέπει» να κάνει πολλά πράγματα μαζί. «Πρέπει» να δουλέψει και ως αργά. Έχει υποχρεώσεις πώς θα γίνει. Που συζήτηση για ευχάριστες δραστηριότητες. «Τι λες τώρα αστειεύεσαι; Αφού δεν προλαβαίνω». Η ζωή είναι αγώνας.
Προς αποφυγή αυθαίρετων συμπερασμάτων, είναι απαραίτητες φυσικά ορισμένες διευκρινήσεις.
Καταρχήν είναι πολλοί εκείνοι οι συνάνθρωποί μας (κυρίως του γυναικείου φύλου;) που μιλάνε πολύ στο τηλέφωνο. Κάποιοι μιλάνε μόνο στο τηλέφωνο. Κάποιοι μιλάνε μόνο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Επίσης πολύς κόσμος έχει κόψει τις εξόδους λόγω οικονομικής δυσχέρειας, κάτι δικαιολογημένο. Βέβαια όταν μια έξοδος είναι συνδεδεμένη αποκλειστικά με καφέ, ποτό, φαγητό, κάτι που προϋποθέτει κόστος δηλαδή, τότε μπαίνουν περιορισμοί. Αν το καλοσκεφτούμε, δε χρειάζεται να είναι έτσι. Η ατάκα «δεν έχω λεφτά να βγω» θα μπορούσε πιθανώς να τροποποιηθεί ως εξής: «Θα βγω να δω την παρέα μου στην πλατεία ή να περπατήσουμε».
Φυσικά όποιος ζει στην Ελλάδα παρατηρεί ότι οι δυσανάλογα πολλές καφετέριες είναι συνήθως γεμάτες. Όντως πρόκειται για φαινομενικά αντιφατικό γεγονός, που πιθανώς έχει να κάνει εν μέρει με τη σχετική παγκόσμια νεοελληνική ιδιαιτερότητα. Έτσι κι αλλιώς πάντως ο Έλληνας δε βγαίνει όσο έβγαινε και το ότι ο Έλληνας βγαίνει ακόμη για καφέ, δε σημαίνει ότι επικοινωνεί. Π.χ. θυμηθείτε το «ευγενές» παίγνιο που λέγεται τάβλι, κατά το οποίο η επικοινωνία μεταξύ των συμμετεχόντων και των θεατών μεταλλάσσεται σε ανταλλαγή «χαϊδευτικών» φιλοφρονήσεων.

Επιπλέον δεν τίθεται θέμα ότι ένας βαθμός άγχους δε γίνεται να μην υπάρχει, είναι φυσιολογικό να υπάρχει και ενίοτε πρέπει να υπάρχει. Πόσο όμως είναι αυτός; Σε τι μετριέται; Μετριέται στο βαθμό που μας προκαλεί δυσφορία ψυχική και σωματική δυσλειτουργία. Και αν δεν το καταλαβαίνουμε; Έχει νόημα να μην απορρίπτουμε ασυζητητί σχετικές αιτιάσεις για άγχος κοντινών μας ανθρώπων, οι οποίες συνήθως πυροδοτούνται από δυσλειτουργία σε οικογενειακό, κοινωνικό και εργασιακό επίπεδο.
Πάντως δεν είναι αυτονόητο και τετελεσμένο ότι πρέπει να ζούμε με άγχος.
Σπύρος Καλημέρης Ψυχίατρος Ψυχοθεραπευτής