Ισταμίνη : Ο ρόλος της στην υγεία και φάρμακα που την επηρεάζουν

Τι είναι η ισταμίνη

Η ισταμίνη είναι μια βιογενής αμίνη, ένα μικρό οργανικό μόριο που εμπλέκεται σε διάφορες φυσιολογικές και παθολογικές διεργασίες στο ανθρώπινο σώμα. Προέρχεται από το αμινοξύ ιστιδίνη μέσω μιας αντίδρασης αποκαρβοξυλίωσης, η οποία καταλύεται από το ένζυμο αποκαρβοξυλάση της ιστιδίνης.

Λειτουργίες της ισταμίνης στον άνθρωπο

Η ισταμινη παράγεται από τα εξής είδη κυττάρων :

  • Μαστοκύτταρα και βασεόφιλα
  • Εντεροχρωμαφινικά (στομάχι, έντερο)
  • Επιθηλιακά
  • Νευρικά

Η ισταμίνη διαδραματίζει πολύπλευρο ρόλο στο ανθρώπινο σώμα:

Ανοσολογική απάντηση

Τα μαστοκύτταρα και τα βασεόφιλα είναι κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος που αποθηκεύουν ισταμίνη. Βρίσκονται στους συνδετικούς ιστούς σε όλο το σώμα, ιδιαίτερα κάτω από το δέρμα, στους πνεύμονες και γύρω από τα αιμοφόρα αγγεία. Όταν αυτά τα κύτταρα συναντούν αλλεργιογόνα ή διεγείρονται με άλλο τρόπο (π.χ. από τραυματισμό ή ορισμένα φάρμακα), απελευθερώνουν ισταμίνη σε μια διαδικασία γνωστή ως αποκοκκίωση.

  • Φλεγμονή : Η ισταμίνη αποτελεί βασικό μεσολαβητή της φλεγμονής. Όταν οι ιστοί τραυματίζονται ή μολύνονται, την απελευθερώνουν οδηγώντας σε αυξημένη ροή αίματος και διαπερατότητα των τριχοειδών αγγείων, επιτρέποντας στα κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος και τα αιμοπετάλια να φτάσουν στην πληγείσα περιοχή .
  • Αλλεργικές αντιδράσεις : Στις αλλεργικές αντιδράσεις, η ισταμινη απελευθερώνεται ως απάντηση στα αλλεργιογόνα προκαλώντας συμπτώματα όπως κνησμός (φαγούρα), κνίδωση, οίδημα (πρήξιμο) και βρογχόσπασμο (στένωση των αεραγωγών).

Έκκριση γαστρικού οξέος στο στομάχι

Κύτταρα που βρίσκονται στο τοίχωμα του στομάχου παράγουν ισταμίνη για να διεγείρουν την παραγωγή γαστρικού οξέος, βοηθώντας στην πέψη της τροφής.

Εγκέφαλος

Η ισταμίνη δρα ως νευροδιαβιβαστής στον εγκέφαλο, όπου εμπλέκεται στη ρύθμιση των κύκλων ύπνου-αφύπνισης, της όρεξης και των γνωστικών λειτουργιών. Στον κύκλο ύπνου-αφύπνισης τα υψηλά επίπεδα ισταμίνης προάγουν την εγρήγορση και τα χαμηλά επίπεδα συνδέονται με τον ύπνο.

Ρύθμιση φυσιολογικών λειτουργιών

Η ισταμίνη έχει ρόλο στη ρύθμιση της διαστολής των αιμοφόρων αγγείων, επηρεάζοντας την αρτηριακή πίεση και ρυθμίζοντας την απελευθέρωση άλλων νευροδιαβιβαστών και ορμονών.


Υποδοχείς Ισταμίνης: Είδη και Τοποθεσίες

Οι υποδοχείς ισταμίνης είναι πρωτεΐνες που ανήκουν στην οικογένεια των υποδοχέων G-πρωτεΐνης και βρίσκονται σε διάφορους ιστούς του ανθρώπινου σώματος. Υπάρχουν τέσσερις τύποι υποδοχέων ισταμίνης, H1, H2, H3, και H4, καθένας από τους οποίους παίζει διαφορετικό ρόλο στις φυσιολογικές και παθολογικές διαδικασίες.

  1. H1 Υποδοχείς:
    • Τοποθεσία: Οι H1 υποδοχείς βρίσκονται κυρίως στα κύτταρα των λείων μυϊκών ινών, στο ενδοθήλιο των αγγείων, στο κεντρικό νευρικό σύστημα (ΚΝΣ), και σε ορισμένα κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος.
    • Λειτουργία: Εμπλέκονται κυρίως σε αλλεργικές αντιδράσεις, προκαλώντας αγγειοδιαστολή, αύξηση της αγγειακής διαπερατότητας, και συστολή των λείων μυϊκών ινών στους βρόγχους. Στο ΚΝΣ, οι H1 υποδοχείς σχετίζονται με την ρύθμιση του ύπνου και της εγρήγορσης.
  2. H2 Υποδοχείς:
    • Τοποθεσία: Οι H2 υποδοχείς βρίσκονται κυρίως στα τοιχωματικά κύτταρα του στομάχου, αλλά και στην καρδιά, στους λείους μυς των αιμοφόρων αγγείων.
    • Λειτουργία: Κυρίως ρυθμίζουν την έκκριση γαστρικού οξέος στο στομάχι, συμβάλλοντας στη διαδικασία της πέψης. Επίσης, συμμετέχουν στη ρύθμιση της καρδιακής λειτουργίας.
  3. H3 Υποδοχείς:
    • Τοποθεσία: Οι H3 υποδοχείς βρίσκονται κυρίως στο κεντρικό νευρικό σύστημα.
    • Λειτουργία: Λειτουργούν ως αυτοϋποδοχείς και ετεροϋποδοχείς, ρυθμίζοντας την απελευθέρωση της ισταμίνης και άλλων νευροδιαβιβαστών, όπως η ντοπαμίνη, η νορεπινεφρίνη, και η ακετυλοχολίνη.
  4. H4 Υποδοχείς:
    • Τοποθεσία: Οι H4 υποδοχείς εκφράζονται κυρίως στα αιμοποιητικά κύτταρα, όπως τα ηωσινόφιλα και τα μαστοκύτταρα, καθώς και στο μυελό των οστών.
    • Λειτουργία: Συμμετέχουν στην ανοσολογική απάντηση και έχουν συσχετιστεί με τη ρύθμιση της χημειοταξίας των λευκοκυττάρων και στην ανάπτυξη φλεγμονής.

Σχέση Ισταμινης και Σύνδρομου Ευερέθιστου Εντέρου (ΣΕΕ)

  1. Αυξημένα επίπεδα ισταμίνης και ΣΕΕ:
    • Σε ορισμένες μελέτες, έχει παρατηρηθεί ότι οι ασθενείς με ευερέθιστο έντερο έχουν αυξημένα επίπεδα ισταμίνης στο εντερικό τους σύστημα. Αυτό μπορεί να συμβάλλει στην ανάπτυξη υπερευαισθησίας του εντέρου και στην αίσθηση του πόνου.
  2. Μαστοκύτταρα και Ισταμίνη:
    • Τα μαστοκύτταρα φαίνεται να είναι πιο δραστικά σε ασθενείς με ΣΕΕ, ιδιαίτερα σε περιοχές του εντέρου που συνδέονται με την αίσθηση του πόνου. Η ενεργοποίηση αυτών των κυττάρων μπορεί να επηρεάσει την κινητικότητα του εντέρου και να προκαλέσει συμπτώματα όπως διάρροια ή δυσκοιλιότητα.
  3. Εντερική διαπερατότητα:
    • Η ισταμίνη μπορεί να αυξήσει την εντερική διαπερατότητα (σύνδρομο διαρρέοντος εντέρου), επιτρέποντας σε βακτηριακά προϊόντα και άλλους παράγοντες να περάσουν στο αίμα, προκαλώντας φλεγμονώδεις αντιδράσεις που μπορούν να επιδεινώσουν τα συμπτώματα του ΣΕΕ.

Φάρμακα και ισταμινη

Πρώτης και δεύτερης γενιάς αντιισταμινικά: Δράση και Στόχοι

Τα αντιισταμινικά είναι φάρμακα που αναστέλλουν τη δράση της ισταμίνης, συνδέοντας και μπλοκάροντας τους H1 ή H2 υποδοχείς.

  1. Πρώτης Γενιάς αντιισταμινικά:
    • Υποδοχείς-στόχοι: Στοχεύουν κυρίως τους H1 υποδοχείς.
    • Παραδείγματα: Διφαινυδραμίνη, χλωροφαινιραμίνη, υδροξυζίνη (Atarax).
    • Ιδιότητες: Έχουν την ικανότητα να διαπερνούν τον αιματοεγκεφαλικό φραγμό, προκαλώντας καταστολή (υπνηλία). Χρησιμοποιούνται για την αντιμετώπιση αλλεργιών, ρινίτιδας, και αναφυλαξίας.

Η υδροξυζίνη συγκεκριμένα, το πολύ γνωστό φάρμακο Atarax, έχει επίσημη ένδειξη για το άγχος από τον FDA : “Για τη συμπτωματική ανακούφιση του άγχους και της έντασης που σχετίζονται με την ψυχονεύρωση και ως συμπληρωματικό σε καταστάσεις οργανικών ασθενειών στις οποίες εκδηλώνεται άγχος“.

Διαβάστε περισσότερο για την υδροξυζίνη και άλλα αγχολυτικά φάρμακα.

  1. Δεύτερης Γενιάς Αντισταμινικά:
    • Υποδοχείς-στόχοι: Επίσης στοχεύουν τους H1 υποδοχείς, αλλά με μεγαλύτερη επιλεκτικότητα και μειωμένη διέλευση από τον αιματοεγκεφαλικό φραγμό.
    • Παραδείγματα: Λοραταδίνη, σετιριζίνη, φεξοφεναδίνη.
    • Ιδιότητες: Έχουν λιγότερο κατασταλτικές ιδιότητες και χρησιμοποιούνται ευρέως για τη θεραπεία χρόνιων αλλεργικών καταστάσεων, όπως η χρόνια ρινίτιδα και η κνίδωση.

ισταμίνη εγκέφαλος

Αντικαταθλιπτικά με αντιισταμινική δράση

  1. Τρικυκλικά Αντικαταθλιπτικά (TCAs)
    • Αμιτριπτυλίνη (Stelminal, Saroten)
      • Μηχανισμός: Ισχυρός ανταγωνιστής των H₁ υποδοχέων.
      • Επιδράσεις: Καταστολή, αύξηση βάρους, ξηροστομία.
    • Μαπροτιλίνη (Ludiomil)
      • Μηχανισμός: Τετρακυκλικό αντικαταθλιπτικό με ανταγωνισμό των H₁ υποδοχέων.
      • Επιδράσεις: Καταστολή και αύξηση της όρεξης.
  2. Μιρταζαπίνη
    • Μηχανισμός: Δρα ως ανταγωνιστής των H₁ υποδοχέων, εκτός από άλλους υποδοχείς νευροδιαβιβαστών.
    • Επιδράσεις: Σημαντική καταστολή και διέγερση της όρεξης, συχνά χρησιμοποιείται σε ασθενείς με κατάθλιψη και αϋπνία ή σημαντική απώλεια βάρους.
  3. Τραζοδόνη
    • Μηχανισμός: Έχει ήπιες έως μέτριες αντιισταμινεργικές ιδιότητες.
    • Επιδράσεις: Κατασταλτικά αποτελέσματα, καθιστώντας το χρήσιμο για τη θεραπεία της αϋπνίας σε καταθλιπτικούς ασθενείς.

Σημείωση: Οι Εκλεκτικοί Αναστολείς Επαναπρόσληψης Σεροτονίνης (SSRIs) και οι Αναστολείς Επαναπρόσληψης Σεροτονίνης-Νορεπινεφρίνης (SNRIs) γενικά έχουν ελάχιστη συγγένεια για τους H₁ υποδοχείς και επομένως εμφανίζουν λιγότερες αντιισταμινεργικές παρενέργειες.

Διαβάστε περισσότερα για τα αντικαταθλιπτικά φάρμακα.


Αντιψυχωσικά με αντιισταμινική δράση

Αντιψυχωσικά Πρώτης Γενιάς (Τυπικά)

  1. Χλωροπρομαζίνη (Solidon)
    • Μηχανισμός: Ισχυρός ανταγωνιστής των H₁ υποδοχέων.
    • Επιδράσεις: Σημαντική καταστολή, αύξηση βάρους, υπόταση.
  2. Θειοριδαζίνη (Melleril) όπως η χλωροπρομαζίνη, δεν κυκλοφορεί πλέον στην Ελλάδα.

Αντιψυχωσικά Δεύτερης Γενιάς (Άτυπα)

  1. Ολανζαπίνη (zyprexa)
    • Μηχανισμός: Υψηλή συγγένεια για τους H₁ υποδοχείς.
    • Επιδράσεις: Καταστολή, σημαντική αύξηση βάρους, κίνδυνος μεταβολικού συνδρόμου.
  2. Κουετιαπίνη (seroquel)
    • Μηχανισμός: Σημαντικός ανταγωνισμός των H₁ υποδοχέων.
    • Επιδράσεις: Έντονη καταστολή, χρησιμοποιείται μερικές φορές εκτός ενδείξεων για τον ύπνο.
  3. Κλοζαπίνη (leponex)
    • Μηχανισμός: Ισχυρός ανταγωνιστής των H₁ υποδοχέων.
    • Επιδράσεις: Καταστολή, αύξηση βάρους, αυξημένη όρεξη.
  4. Ρισπεριδόνη (risperdal)
    • Μηχανισμός: Μέτριος ανταγωνισμός των H₁ υποδοχέων.
    • Επιδράσεις: Μερική καταστολή και αύξηση βάρους, αν και λιγότερο έντονη από την ολανζαπίνη ή την κουετιαπίνη.
  5. Ζιπρασιδόνη/Παλιπεριδόνη/Αριπιπραζόλη (geodon/invega/abilify)
    • Μηχανισμός: Ελάχιστος ή καθόλου σημαντικός ανταγωνισμός των H₁ υποδοχέων σε σύγκριση με άλλα άτυπα αντιψυχωσικά.
    • Επιδράσεις: Λιγότερη καταστολή, ελάχιστη αύξηση βάρους.

Διαβάστε περισσότερα για τα αντιψυχωτικά φάρμακα.


Αντιισταμινικά – χρήση στην ψυχιατρική

  • Θεραπευτικά Οφέλη:
    • Καταστολή: Μπορεί να είναι επωφελής για ασθενείς με αϋπνία ή ανησυχία.
    • Διέγερση Όρεξης: Χρήσιμη σε ασθενείς με σημαντική απώλεια βάρους ή ανορεξία.
  • Πιθανές Παρενέργειες:
    • Υπερβολική Καταστολή: Μπορεί να επηρεάσει την καθημερινή λειτουργία και την απόδοση.
    • Αύξηση Βάρους: Αυξάνει τον κίνδυνο μεταβολικού συνδρόμου, διαβήτη και καρδιαγγειακών προβλημάτων.
    • Ξηροστομία και Άλλες Αντιχολινεργικές Επιδράσεις: Μπορεί να οδηγήσουν σε δυσφορία και επιπλέον προβλήματα υγείας.
  • Πληθυσμός Ασθενών: Οι ηλικιωμένοι ασθενείς είναι πιο επιρρεπείς στις κατασταλτικές και υποτασικές επιδράσεις του ανταγωνισμού των H₁ υποδοχέων.
  • Θεραπευτική επιλογή : Ζυγίζοντας τα οφέλη του ανταγωνισμού των H₁ υποδοχέων επιλέγουμε εναλλακτικές φαρμακευτικές αγωγές αν οι ανεπιθύμητες είναι μη ανεκτές.

Συμπέρασμα

Η ισταμίνη είναι μια κρίσιμη ένωση στο ανθρώπινο σώμα, που εμπλέκεται σε ένα ευρύ φάσμα λειτουργιών, από τις ανοσολογικές αντιδράσεις έως την πέψη και την εγκεφαλική δραστηριότητα. Οι επιδράσεις της διαμεσολαβούνται μέσω της αλληλεπίδρασής της με συγκεκριμένους υποδοχείς (H1, H2, H3 και H4), καθένας από τους οποίους συμβάλλει σε διαφορετικές φυσιολογικές διεργασίες. Η απορρύθμιση της παραγωγής ή της σηματοδότησης της ισταμίνης μπορεί να οδηγήσει σε διάφορες καταστάσεις, συμπεριλαμβανομένων των αλλεργιών, του άσθματος και άλλων φλεγμονωδών ασθενειών.

Πηγές

Parsons, M. E., & Ganellin, C. R. (2006). Histamine and its receptors. British Journal of Pharmacology, 147(S1), S127-S135.

Histamine: A Mediator of Intestinal Disorders—A Review (2022)

Haas, H. L., Sergeeva, O. A., & Selbach, O. (2008). Histamine in the nervous system. Physiological Reviews, 88(3), 1183-1241.

Stahl, S. M. (2013). Stahl’s Essential Psychopharmacology: Neuroscientific Basis and Practical Applications (4th ed.). Cambridge University Press.


Σπύρος Καλημέρης Ψυχίατρος

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Πρώτη δημοσίευση 01/09/2024 | Ανανεώθηκε 01/09/2024

Περιεχόμενα
Κύλιση στην κορυφή