Οπτικό περιεχόμενο και influencers
Σε ένα παράλληλο κόσμο το οπτικό περιεχόμενο στα σόσιαλ μίντια κάνει θραύση σε όλες τις ηλικιακές τάξεις.
Influencers με έφεση στην επικοινωνία μοιράζονται την αλήθεια τους επί παντός επιστητού αποσπώντας την προσοχή χιλιάδων, ασχέτως τη βασιμότητα ή την ορθολογικότητα όσων λένε. Άνθρωποι της διπλανής πόρτας γίνονται πασίγνωστοι youtubers & tiktokers επειδή γράφουν στην κάμερα και έμαθαν να φτιάχνουν ωραία βίντεο. Oι εικόνες και τα βίντεο δεν είναι πλέον μόνο τρόποι έκφρασης, είναι μια νέα μορφή δύναμης.
Ταυτόχρονα η επιστήμη τίθεται συστηματικά υπό αμφισβήτηση καθώς ο κόσμος λαμβάνει σημαντικές αποφάσεις ακόμα σε μεγάλο βαθμό με το ένστικτο και το συναίσθημα. Προσοχή δε λέω ότι αυτά πρέπει να απορρίπτονται εντελώς στις αποφάσεις μας, αλλά ειδικά όταν μιλάμε για αποφάσεις υγείας η επιστήμη ακόμα και αν δεν προσφέρει όσες βεβαιότητες θα θέλαμε είναι ο καλύτερος δρόμος.
Από την άλλη είναι γνωστό ότι η πίστη σε μια θεραπεία συμβάλλει συχνά στην αποτελεσματικότητα της, ενώ η δυσπιστία και ο φόβος παρενεργειών το αντίθετο. Τα φαινόμενα αυτά περιγράφονται εν μέρει από τους όρους placebo & nocebo και ειναι υπαρκτά παρότι δεν είναι ορθολογικά.
Το γιατί λοιπόν τόσοι πολλοί θα πιστέψουν και θα ταυτιστούν με τον εκφραστικό ινφλουενσερ που θα μιλήσει στην καρδιά τους γιατί αυτός “ξέρει” προωθώντας παράλληλα και το εκάστοτε προϊόν, θεωρία, θεραπεία που “του άλλαξε τη ζωή”, αλλά όχι με τον επιστήμονα που εξηγεί ένα φαινόμενο επιστημονικά και προσπαθεί να το εκλαϊκευσει όσο πιο αντικειμενικά μπορεί, αλλά δεν το χει ρε παιδί μου με την επικοινωνία, είναι ένα τεράστιο θέμα και παλιότερο από όσο μπορεί να νομίζουμε.
Ψευδοεπιστήμη vs Ενίσχυση της επιστημονικής αξιοπιστίας
Η επικοινωνία είναι δύναμη — και όπως κάθε δύναμη, μπορεί να χρησιμοποιηθεί είτε για να φωτίσει είτε για να παραπλανήσει. Στο σημερινό περιβάλλον της υπερπληροφόρησης, η ικανότητα να «μιλάς καλά» συχνά υπερισχύει της ανάγκης να «ξέρεις καλά». Έτσι, το χάρισμα της πειθούς μετατρέπεται σε ψυχολογικό εργαλείο που, στα χέρια των επιτήδειων, μπορεί να νομιμοποιήσει την ψευδοεπιστήμη και να τροφοδοτήσει τον τσαρλατανισμό. Όταν η αφήγηση προηγείται των αποδείξεων, το συναίσθημα υπερκαλύπτει τη λογική, και η «επιστημονικοφανής» γλώσσα λειτουργεί ως φερετζές αξιοπιστίας. Το αποτέλεσμα είναι ένα κοινό που γοητεύεται από τη βεβαιότητα, ακόμη κι αν αυτή δεν έχει καμία επιστημονική βάση.
Παρ’ ολ’ αυτά υπάρχουν και θετικές πλευρές, εφόσον αξιοποιηθούν ως προς την ενίσχυση της εμπιστοσύνης του κοινού στην επιστήμη. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δεν έχουν μόνο τη δυνατότητα να διορθώνουν τις παραπληροφορήσεις (Vraga και Bode, 2017), αλλά και να επεκτείνουν τα δίκτυα πληροφοριών και να προωθούν την αλληλεπίδραση των χρηστών με περιεχόμενο που δημοσιεύεται από αξιόπιστους κοινωνικούς συνδέσμους. Οι μελετητές έχουν μόλις αρχίσει να εξερευνούν το ευρύ φάσμα των διαδικτυακών μορφών και πλατφορμών που χρησιμοποιούνται για την επικοινωνία της επιστήμης.
Να μοιραστώ την εμπειρία μου
Το ότι κάποιος μοιράζεται την εμπειρία του δεν είναι κακό. Ίσα ίσα που αυτές οι δυνατότητες επικοινωνίας του σήμερα βοηθούν ώστε να διαδοθούν σημαντικές ιδέες, εμπειρίες και γεγονότα πιο άμεσα. Το πρόβλημα ξεκινά από τον τρόπο που διαμοιράζεται το περιεχόμενο. Το πρόβλημα ξεκινά όταν η προσωπική αφήγηση παρουσιάζεται ως καθολική αλήθεια. Όταν δηλαδή το «εμένα με βοήθησε» μετατρέπεται σε «θα βοηθήσει και εσένα».
Η εμπειρία ενός δε σημαίνει ότι αφορά τους πάντες. Η γνώμη του καθενός δε σημαίνει ότι είναι έγκυρη και μια μέθοδος που βοηθάει κάποιους δε σημαίνει ότι ταιριάζει σε όλους. Γενικευμένες συμβουλές όπως π.χ. “μην παίρνεις φάρμακα” και ειδικά από μη ειδικούς που πιάνουν μία κάμερα και αραδιάζουν τις “αλήθειες” τους μπορεί να έχουν βλαπτικές συνέπειες για ένα ποσοστό εύπιστων και σε ανάγκη συνανθρώπων μας. Υπάρχουν άνθρωποι που ψάχνουν απεγνωσμένα λύσεις για να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα υγείας τους και μπορεί να παρασύρονται από τις αμέτρητες μεθόδους και προϊόντα που προωθούνται στο διαδίκτυο.
Πολλοί μπορεί να επηρεαστούν από ένα μεμονωμένο διαδικτυακό σχόλιο. Συχνά αναζητούμε τη γνώμη των άλλων για να στηρίξουμε τις δικές μας αποφάσεις — και αυτό, από μόνο του, δεν είναι κακό. Το πρόβλημα αρχίζει όταν οι προσωπικές εμπειρίες και οι κριτικές αντιμετωπίζονται ως αδιαμφισβήτητα γεγονότα, ικανά να καθορίσουν τη στάση ή τις επιλογές μας.
Στο αχανές σύμπαν του διαδικτύου —από τα σημερινά social media έως τα παλαιότερα φόρουμ— επικρατεί ένας πραγματικός καταιγισμός απόψεων και σχολίων. Φαινομενικά, η πρόσβαση σε αυτή την πληροφορία είναι δωρεάν· όμως, το τίμημα της άκριτης κατανάλωσής της μπορεί να αποδειχθεί βαρύ. Ο τομέας της ψυχικής υγείας είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα: εκεί όπου οι μύθοι, οι προσωπικές γνώμες και η παραπληροφόρηση δεν είναι απλώς ενοχλητικά φαινόμενα, αλλά μπορούν να οδηγήσουν ακόμη και σε σοβαρή επιδείνωση ψυχικών διαταραχών.

Μπορείς να μιλάς αν δεν έχεις εκπαίδευση;
Αν δεν έχεις μια ειδική εκπαίδευση δεν μπορείς να κάνεις επανειλλημένη προώθηση θεραπειών, προϊόντων, διαιτών κ.λ.π. Το “εμένα με βοήθησε” δε λέει απολύτως τίποτα για τα εκατομμύρια του κόσμου που μπορεί να έχουν το ίδιο πρόβλημα. Μπορείς όμως να αναφέρεις την εμπειρία σου με τρόπο που να φαίνεται ξεκάθαρα ότι δεν συστήνεις να κάνουν όλοι αυτό που βοήθησε εσένα.
Αν δεν έχεις εξειδικευμένη εκπαίδευση, δεν μπορείς να μιλάς με τον τόνο εκείνου που κατέχει την απόλυτη αλήθεια για ένα ζήτημα. Φυσικά και έχεις δικαίωμα να εκφράζεις άποψη —η δημόσια σκέψη είναι πυλώνας της δημοκρατίας—, όμως άλλο πράγμα η γνώμη και άλλο η τεκμηριωμένη γνώση. Όπως δεν χρειάζεται να είσαι πολιτικός για να έχεις πολιτική στάση, έτσι και δεν χρειάζεται να είσαι γιατρός για να ενδιαφέρεσαι ή να ενημερώνεσαι για ζητήματα υγείας· χρειάζεται όμως να γνωρίζεις τα όρια του ρόλου σου.
Αν, για παράδειγμα, δεν είσαι γιατρός, δεν μπορείς να μιλάς με βεβαιότητα για ιατρικά θέματα σαν να κατέχεις τις απαντήσεις. Μπορείς, όμως, να διαβάζεις, να ενημερώνεσαι και να διαμορφώνεις άποψη βασισμένη σε αξιόπιστες πηγές και κοινή λογική.
Άλλωστε η ιατρική έχει εξειδικευτεί τόσο πολύ στις μέρες μας που και γιατρός να είσαι δεν είναι αξιόπιστο να παίρνεις απόλυτες θέσεις για ζητήματα άλλων ειδικοτήτων πέραν της δικής σου. Ακόμα και μέσα στην ίδια ειδικότητα υπάρχουν εξειδικεύσεις, ενώ η ποσότητα των γνώσεων έχει γίνει τόσο μεγάλη σε κάθε τομέα, που είναι φυσιολογικά ανέφικτο κάποιος να γνωρίζει τα πάντα.
Το ζητούμενο, επομένως, δεν είναι να σιωπήσουμε, αλλά να τοποθετούμαστε με επίγνωση. Να θυμόμαστε ότι όσα διαβάζουμε ή βλέπουμε στο διαδίκτυο δεν μας καθιστούν αυτόματα ειδικούς και να αφήνουμε πάντα χώρο για αμφιβολία, αναθεώρηση και εξέλιξη.
Επιστημονική ασυμφωνία
Σημαντικό θέμα παρεξηγήσεων αποτελεί και το θέμα των επιστημονικών διαφωνιών. Όταν δεν υπάρχει consensus σε πάρα πολλά θέματα τι να ζητάμε από τον κόσμο που όχι μόνο δεν έχει ειδική εκπαίδευση, αλλά δέχεται επι δεκαετίες τις επιρροές της βιομηχανίας της επικοινωνίας, του θεάματος και της διαφήμισης στον τρόπο που σκέφτεται.
Ποιος ασχολήθηκε σοβαρά να εξηγήσει στον κόσμο πως να κρίνει αν το Ντεπόν προκαλεί αυτισμό. Θεωρούμε αυτονόητο ότι ο κόσμος με μια γενική παιδεία μπορεί να αξιολογήσει το αν υπάρχουν 2 φύλα ή περισσότερα; Εδώ σκοτώνονται δημοσίως οι επιστήμονες με ανώτατη εκπαίδευση μεταξύ τους. Ποιος επένδυσε να δώσει την κατάλληλη παιδεία στον κόσμο να σκέφτεται (και μάλιστα για εκ φύσεως δύσκολα ζητήματα).
Στα περισσότερα ζητήματα για να μην πω σε όλα, η επιστήμη δεν προσφέρει οριστικές απαντήσεις. Αυτό που ίσχυε πριν από χρόνια, μπορεί να καταρριφθεί μετά από νέες έρευνες. Το τι μπορεί να αποδειχθεί, το τι σημαίνει συσχέτιση, το τι σημαίνει αιτιότητα, το τι σημαίνει τυχαιότητα, το τι σημαίνει πιθανότητα είναι έννοιες που τυγχάνουν μέγιστων παρεξηγήσεων από τους περισσότερους, είτε γιατί δε δίνεται το αντίστοιχο βάρος από την παιδεία είτε για άλλους λόγους.
Το ότι διαφωνούν οι επιστήμονες σε πολλά και διάφορα θέματα δεν είναι απαραίτητα στοιχείο διαβλητότητας της επιστήμης. Η επιστήμη προχωράει στην κατανόηση του ανθρώπου και της φύσης μέσα από την άρση μύθων και την κατάρριψη θεωριών. Η επιστήμη δίνει πιο αποτελεσματικές λύσεις επειδή κάποιος επιστήμονας θα σκεφτεί “μα γιατί να είναι έτσι, μήπως είναι αλλιώς;” και ακολούθως θα προχωρήσει να κάνει έρευνα για την υπόθεση του.
Οι επιστήμονες —και ιδιαίτερα όσοι εργάζονται στην κλινική πράξη— αντιμετωπίζουν μια συχνά υποτιμημένη δυσκολία: καλούνται να ισορροπήσουν ανάμεσα στην ακρίβεια των πραγματικών δεδομένων και στον τρόπο που αυτά θα παρουσιαστούν στους ασθενείς ή στο ευρύ κοινό, ώστε να διατηρηθεί η εμπιστοσύνη και η πίστη στη θεραπευτική διαδικασία.
Αυτό συμβαίνει γιατί πολλοί άνθρωποι έχουν ανάγκη να πιστεύουν πως «όλα μπορούν να διορθωθούν», «όλα είναι υπό έλεγχο» ή «όλα εξηγούνται». Αυτές οι πεποιθήσεις λειτουργούν συχνά ως ψυχολογικοί μηχανισμοί άμυνας απέναντι στο άγχος, την αβεβαιότητα και τους υπαρξιακούς φόβους της ανθρώπινης εμπειρίας.
Επίλογος
Αν και οι επιστήμονες θεωρούνται γενικά αξιόπιστες πηγές, η ικανότητα των influencers να δημιουργούν προσωπικές σχέσεις και να φαίνονται αυθεντικοί τους καθιστά συχνά πιο πειστικούς, ειδικά στο ευρύ κοινό. Οι επιστήμονες θα μπορούσαν να αυξήσουν την επιρροή τους υιοθετώντας ορισμένες στρατηγικές επικοινωνίας των influencers, όπως η αυτοαποκάλυψη και η διαδραστική συμμετοχή, προκειμένου να γεφυρώσουν το χάσμα στην εμπιστοσύνη και την επιρροή του κοινού.
Το πόσο είναι εφικτό αυτό για όλους είτε λόγω χρόνου, είτε λόγω δεξιοτήτων, είτε λόγω προσωπικών πεποιθήσεων, είναι μια μεγάλη συζήτηση.
Ό,τι φαίνεται ωραίο δε σημαίνει ότι είναι και αξιόπιστο. Ό,τι νιώθουμε ότι μας αγγίζει, δε σημαίνει ότι θα μας κάνει και καλό οπωσδήποτε.
Ο κόσμος θέλει βολικά κουτάκια ώστε να απωθήσει τις αβεβαιότητες που του προκαλούν ανασφάλεια και να φέρει στα μέτρα της κατανόησης του έναν πολυσύνθετο κόσμο. Ο κόσμος θέλει εξιδανικεύσεις για να νιώσει καλύτερα. Και όποιος ξέρει να του τις προσφέρει με αυτοπεποίθηση, κερδίζει.
Είτε μιλάμε για έναν διάσημο influencer είτε για έναν απλό χρήστη του διαδικτύου, ο ναρκισσισμός της «μετα-αλήθειας», η ανάγκη να έχεις δίκιο, να φαίνεσαι γνώστης, να επιβάλλεις τη δική σου αφήγηση, συνδυάζεται επικίνδυνα με τη ντοπαμίνη της αναγνωρισιμότητας και της φήμης. Στον κόσμο των social media, η επιβεβαίωση μέσω των likes και των views μπορεί εύκολα να υπερκαλύψει την ηθική, τον ορθολογισμό και την ευθύνη του λόγου. Όταν η επιρροή μετριέται με αριθμούς και όχι με περιεχόμενο, ο πειρασμός να εντυπωσιάσεις γίνεται ισχυρότερος από την υποχρέωση να είσαι ειλικρινής και τότε η αλήθεια παύει να είναι αυτοσκοπός, μετατρέπεται σε εργαλείο προβολής.
Σπύρος Καλημέρης Ψυχίατρος
